προστάτιδας

προστάτιδας
πρόστατις
Bis Acc.
fem acc pl
προστάτις
fem acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Γαμηλιών — Ο έβδομος μήνας στο αττικό και στο δήλιο ημερολόγιο, που συμπίπτει περίπου με την περίοδο 15 Ιανουαρίου – 15 Φεβρουαρίου. Το όνομα Γ. προήλθε από τη συνήθεια να γίνονται οι γάμοι κατά τον μήνα αυτό, που ήταν ιερός της Ήρας Γαμηλίας, προστάτιδας… …   Dictionary of Greek

  • Ουλώ — Αναφέρεται και ως Ιουλώ. Επίθετο της Δήμητρας της προστάτιδας των «ούλων» η «ιούλων», όπως λέγονταν στην αρχαία ελληνική τα χειρόβολα από θερισμένο κριθάρι. * * * Οὐλώ και Ἰουλώ, ἡ (Α) προσωνυμία τής Δήμητρος, ως θεάς τών ιούλων, δηλ. τών… …   Dictionary of Greek

  • Ουρανία — I Μία από τις εννέα Μούσες της ελληνικής μυθολογίας, προστάτιδα της αστρονομίας. Απεικονιζόταν συνήθως με στεφάνι από αστέρια στο κεφάλι, γαλάζια εσθήτα και μία σφαίρα και έναν διαβήτη στο χέρι. Οι αρχαίοι αστρολόγοι πίστευαν ότι είχε, όπως… …   Dictionary of Greek

  • Παν — I Ελληνική θεότητα, το πεδίο δράσης, της οποίας –ο άγριος κόσμος των ποιμένων– ήταν παρόμοιο με εκείνο του Ερμή, τον οποίου θεωρούνταν γιος. Περισσότερο δαίμων παρά θεός, είχε ζωώδη χαρακτηριστικά (παριστανόταν με κέρατα και κατσικίσια πόδια:… …   Dictionary of Greek

  • Πεδιώ — οῡς, ἡ, Α προσωνυμία τής θεάς Ήρας ως προστάτιδας τής πεδιάδας. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεδίον + κατάλ. ώ (πρβλ. Μεγιστ ώ)] …   Dictionary of Greek

  • Σπερμείος — ὁ, θηλ. Σπερμείη, Α [σπέρμα] 1. (το αρσ.) προσωνυμία τού Απόλλωνος 2. το θηλ. προσωνυμία τής Δήμητρος, προστάτιδας τής σποράς τών αγρών …   Dictionary of Greek

  • αίθυια — η (Α αἴθυια) αρχ. 1. ένα θαλασσοπούλι, ίσως ο θυελλοδύτης 2. επωνυμία τής Αθηνάς ως προστάτιδας τών πλοίων 3. το πλοίο. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἴθω η ονομασία τού πτηνού προήλθε πιθ. από το χρώμα του] …   Dictionary of Greek

  • εύπλοια — η (Α εὔπλοια, ή και ιων. τ. εὐπλοΐη και εὐπλωΐα) 1. καλός πλους, ουριοδρομία, καλό και γρήγορο ταξίδι 2. επών. τής Αφροδίτης ως προστάτιδας αυτών που ταξιδεύουν. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ευπλο (τού εύπλους) + κατάλ. ια (πρβλ. αντί πλοια, ά πλοια)] …   Dictionary of Greek

  • κορυθάλη — και κορυθαλλία και κορυθαλία και κορυθάλεια, ἡ (Α) 1. κλάδος ή στεφάνι ελιάς ή δάφνης, το οποίο διακοσμούσαν με ταινίες και τό κρεμούσαν πάνω από τις πόρτες ως σύμβολο τής ευφορίας, τής γονιμότητας και τής ζωής σε διάφορες γιορτές, αλλ. ειρεσιώνη …   Dictionary of Greek

  • ουλώ — Αναφέρεται και ως Ιουλώ. Επίθετο της Δήμητρας της προστάτιδας των «ούλων» η «ιούλων», όπως λέγονταν στην αρχαία ελληνική τα χειρόβολα από θερισμένο κριθάρι. * * * (I) οὐλῶ, έω (Α) βλ. ούλω. (II) (ΑΜ οὐλῶ, όω) [ουλή] σχηματίζω ουλή, επιφέρω… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”